Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ἐσμεράλδα

Sir Edward John Poynter (1836 - 1919),
«Ἡ Σπηλιὰ τῶν Νυμφῶν τῆς Θύελλας» (1903).

Λάδι σὲ καμβᾶ, 145.9 × 110.4 cm.
Ἰδιωτικὴ Συλλογή.
*   *   *

Ἐσμεράλδα 

(Στὸν Γιῶργο Σεφέρη) 

Ὁλονυχτὶς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα 
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές. 
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα 
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabes. 

Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος 
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς. 
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος 
ἀπ’ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς. 

Ὁ παπαγάλος σοῦ ’στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου» 
κι ἀπάντησε ἀπ’ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς 
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου 
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς. 

Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω» 
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ. 
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ’πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο 
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ; 

Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν 
κι ἀπὲ νὰ σοῦ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά. 
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ’ ἀρέσουν 
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά. 

Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν 
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς 
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα 
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές. 



- Νίκος Καββαδίας, «Πούσι» (1947).